- ἐγκίσσησις
- ἐγκίσσησις, εως, ἡ,A impregnation, Zonar. (vulg. ἐγκίσσωσις).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγκίσσησις — ἐγκίσσησις, η (Μ) η εγκυμοσύνη … Dictionary of Greek